- διέλυσα
- διέλῡσα , διαλύωloose one from anotheraor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίτα — και παλ. γρφ. πίττα και πήττα, η, Ν 1. είδος ψωμιού με πλατύ και χαμηλό σχήμα που παρασκευάζεται συνήθως άζυμο με ποικίλους τρόπους και σε διάφορες περιστάσεις και ονομάζεται, αντίστοιχα, φανουρόπιτα, βασιλόπιτα, βουδόπιτα, περπατόπιτα κ.λπ. 2.… … Dictionary of Greek
διαλύω — διαλύω, διέλυσα (σπάν. διάλυσα) βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: διαλύω : στο λόγο μη μορφωμένων ατόμων απαντάται και ο τύπος του ενεστώτα διαλάω (κατά το αγαπάω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαλύω — και διαλύνω διέλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος 1. αποσυνθέτω, αποσυνδέω, χωρίζω ένα σύνολο στα μέλη του: Ο μηχανικός διέλυσε τη μηχανή του αυτοκινήτου μου. 2. προκαλώ τη διάλυση στερεού σώματος σε υγρό, λιώνω: Για να κάνεις άλμη, χρειάζεται να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)